- αψυχαγώγητος
- -η, -οαυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε: Τα παιδιά δεν πρέπει να μένουν αψυχαγώγητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αψυχαγώγητος — η, ο (Α ἀψυχαγώγητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε αρχ. αυτός που δεν ψυχαγωγεί … Dictionary of Greek
ἀψυχαγωγήτως — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart adverbial ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχαγώγητον — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc sg ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)